προαγγελία

προαγγελία
η, ΝΜΑ [προαγγέλλω]
1. η ενέργεια τού προαγγέλλω, αγγελία η οποία δίνεται από πριν για κάτι που πρόκειται να συμβεί στο μέλλον, προαναγγελία («προαγγελία καταιγίδας»)
2. προφητεία, μαντεία
νεοελλ.
συνεκδ. αυτό που ανακοινώνεται από πριν, που προαναγγέλλεται, προμήνυμα, προειδοποίηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προαγγελία — προαγγελίᾱ , προαγγελία previous announcement fem nom/voc/acc dual προαγγελίᾱ , προαγγελία previous announcement fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγγελίᾳ — προαγγελίᾱͅ , προαγγελία previous announcement fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγγελία — η προειδοποίηση, άγγελμα, μήνυμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προαγγελίαν — προαγγελίᾱν , προαγγελία previous announcement fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακηρυκτεί — ἀκηρυκτεὶ και –κτὶ επίρρ. (Α) [ἀκήρυκτος] χωρίς τη μεσολάβηση κηρύκων, χωρίς επίσημη προαγγελία, ακήρυκτα …   Dictionary of Greek

  • μήνυμα — Φράση που περιέχει κάποια είδηση ή αγγελία. Ειδοποίηση, παραγγελία, μαντάτο. ηλεκτρονικό μ. Βλ. λ. ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. * * * το (ΑΜ μήνυμα, Μ και μήνυμαν) ειδοποίηση μέσω κάποιου προσώπου ή εγγράφως, παραγγελία, εντολή («κατὰ τὸ μήνυμα… …   Dictionary of Greek

  • προάγγελμα — το, ΝΜΑ [προαγγέλλω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προαγγέλλω, προειδοποίηση, προαγγελία …   Dictionary of Greek

  • προαπάγγελμα — τὸ, Α [προαπαγγέλλω] προαγγελία, προειδοποίηση …   Dictionary of Greek

  • Φώσκολος — Επώνυμο οικογένειας Βενετών ευγενών, οι κυριότεροι από τους οποίους είναι: 1. Λεονάρδος. Στρατηγός. Έζησε τον 17o αι. Πήρε μέρος σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων, στην Αλβανία, στη Δαλματία και στα νησιά και διακρίθηκε… …   Dictionary of Greek

  • προάγγελμα — το, ατος βλ. προαγγελία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”